-
1 телёнок
το μοσχάρι, το μοσχαράκι* молочный - του γάλακτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > телёнок
-
2 μοσχαράκι
τό1) телёнок; 2) телятина -
3 молочный
επ.1. γαλακτοφόρος•молочный скот γαλακτοφόρα ζώα.
|| γαλακτερός, πολυγάλακτος.2. γαλακτοπαραγωγικός•-ая промышленность γαλακτοβιομηχανία.
|| του γάλατος•молочный магазин γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.
3. μικρός, βυζανιάρικος, αξέκοπος•молочный ягнёнок αρνάκι του γάλακτος•
молочный телёнок μοσχαράκι του γάλακτος.
4. από γάλα•-ые продукты τα γαλακτερά.
5. γαλακτόχρωμος, γαλακτώδης•молочный цвет γαλακτώδες (άσπρο) χρώμα.
6. ουσ. θ. -ая γαλακτοπωλείο, γαλατάδικο.7. το γαλακτερό.εκφρ.молочный брат – ομογάλακτος αδερφός•- ая сестра – ομογάλακτη αδερφή•- ые железы – οι γαλακτογόνοι αδένες•- ые зубы – οι γαλαξίες, οι νεογιλοί;•- ая сп-лость – το γαλάτωμα (γαλατσίδιασμα) των σιτηρών•- ые реки и кисельные берега – (στα παραμύθια)• ζωή χαρισάμενη του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά. -
4 молочный
1. (дающий молоко) γαλα-κτοφόρ/ος 2. (производящий молоко) γαλακτοπαραγωγικός, γαλακτογό-νος 3. (животные, питающиеся только молоком) του γάλακτος 4. (приготовленный из молока, на молоке, с молоком) γαλακτερός, γαλακτώδης,από γάλα, (содержащий молоко) γαλα-κτούχος, γαλα(κ)τερός- ые продукты ταγαλακτερά, τα προϊόντα γαλακτοκομίας5. хим. γαλακτικ/ός 6.(магазин) το γαλακτοπωλείο, το γαλατάδικο 7. -ые мн. (зубы) τα πρώτα δόντιατου βρέφους, οι γαλαξίες, οι νεογιλοί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > молочный